- ἐπίτροχα
- ἐπίτροχοςrunning easilyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιτροχάσαι — ἐπιτροχά̱σᾱͅ , ἐπιτροχάω pres part act fem dat sg (doric) ἐπιτροχά̱σαῑ , ἐπιτροχάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) ἐπιτροχά̱σᾱͅ , ἐπιτροχάζω run lightly over fut part act fem dat sg (doric) ἐπιτροχάζω run lightly over aor inf act ἐπιτροχάσαῑ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτροχάσομεν — ἐπιτροχά̱σομεν , ἐπιτροχάω aor subj act 1st pl (epic doric aeolic) ἐπιτροχά̱σομεν , ἐπιτροχάω fut ind act 1st pl (doric aeolic) ἐπιτροχάζω run lightly over aor subj act 1st pl (epic) ἐπιτροχάζω run lightly over fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίτροχος — ἐπίτροχος, ον (AM) [τροχός] μσν. αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.) 2. γρήγορος, γοργός 3. (για λόγο) αυτός που… … Dictionary of Greek